ἐπιμελήτρια

ἐπιμελήτρια
ἐπιμελήτρια
fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιμελήτριαν — ἐπιμελήτρια fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιμελητής — ο (θηλ. επιμελήτρια) (AM ἐπιμελητής) [επιμελούμαι] ο αρμόδιος για την επιμέλεια, την επιστασία (α. «επιμελητής αρχαιοτήτων» β. «τῶν τῆς πόλεώς εἰμ’ ἐπιμελητὴς πραγμάτων», Αριστοφ. γ. «ἀπολιπὼν ἐπιμελητήν τῆς Τριφυλίας Λάδικον», Πολ.) νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • Καρούζου-Παπασπυρίδου, Σέμνη — (Τρίπολη 1898 – 1994). Αρχαιολόγος. Ήταν σύζυγος του επίσης αρχαιολόγου Χρήστου Καρούζου (βλ. λ.). Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, της οποίας αναγορεύθηκε διδάκτορας. Μετεκπαιδεύτηκε στην αρχαιολογία σε πανεπιστήμια της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”